FAQs About the word commissariat

επιτροπή

a stock or supply of foods

No synonyms found.

No antonyms found.

commissar => κομισάριος, commissaire maigret => Επιθεωρητής Μεγκρέ, commiserative => συμπονετικός, commiseration => συμπαράσταση, commiserate => συμπονώ,