Greek Meaning of commissariat
επιτροπή
Other Greek words related to επιτροπή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of commissariat
- commissar => κομισάριος
- commissaire maigret => Επιθεωρητής Μεγκρέ
- commiserative => συμπονετικός
- commiseration => συμπαράσταση
- commiserate => συμπονώ
- commiphora myrrha => Σμύρνα
- commiphora meccanensis => Κομμύφορα του Μέκκα
- commiphora => Κομιφόρα
- comminuted fracture => Σύνθλιψη κατάγματος
- comminute => θρυμματίζω
- commissary => κυλικείο
- commission on human rights => Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
- commission on narcotic drugs => Επιτροπή Ναρκωτικών
- commission on the status of women => Επιτροπή για τη Θέση των Γυναικών
- commission plan => Σχέδιο προμήθειας
- commissionaire => θυρωρός
- commissioned => ανατεθεί
- commissioned military officer => Εντεταλμένος στρατιωτικός αξιωματικός
- commissioned naval officer => Εντολοδόχος αξιωματικός του ναυτικού
- commissioned officer => Απόφοιτος Σχολής Ευελπίδων
Definitions and Meaning of commissariat in English
commissariat (n)
a stock or supply of foods
FAQs About the word commissariat
επιτροπή
a stock or supply of foods
No synonyms found.
No antonyms found.
commissar => κομισάριος, commissaire maigret => Επιθεωρητής Μεγκρέ, commiserative => συμπονετικός, commiseration => συμπαράσταση, commiserate => συμπονώ,