Greek Meaning of comminute
θρυμματίζω
Other Greek words related to θρυμματίζω
Nearest Words of comminute
- comminuted fracture => Σύνθλιψη κατάγματος
- commiphora => Κομιφόρα
- commiphora meccanensis => Κομμύφορα του Μέκκα
- commiphora myrrha => Σμύρνα
- commiserate => συμπονώ
- commiseration => συμπαράσταση
- commiserative => συμπονετικός
- commissaire maigret => Επιθεωρητής Μεγκρέ
- commissar => κομισάριος
- commissariat => επιτροπή
Definitions and Meaning of comminute in English
comminute (v)
reduce to small pieces or particles by pounding or abrading
FAQs About the word comminute
θρυμματίζω
reduce to small pieces or particles by pounding or abrading
ρυθμός,μεζούρα,αποσυντίθεμαι,αλέθω,μύλος,λίρα,σκόνη,πολτοποιώ,ατομοποιώ,γκαρίζω
No antonyms found.
commingler => μίξερ, commingle => ανακατεύω, comminatory => απειλητικός, commination => απειλή, comminate => επιπλήττω,