Greek Meaning of commingle
ανακατεύω
Other Greek words related to ανακατεύω
- συγχωνεύομαι
- μίγμα
- συνδυάζω
- ενσωματώνω
- ανακατεύω
- συγχώνευση
- μίγμα
- Προσθήκη
- ανακατεύω
- σύνθετος
- σκυρόδεμα
- συγχωνεύω
- ασφάλεια
- Ομογενοποιώ
- ενσωματώνω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- συνενώνομαι
- σύνθετο
- ενώνω
- κόβω
- γαλακτωματοποιώ
- διπλώνω
- αναμειγνύω
- διαπερνώ
- πλέκω
- ανακατεύω
- ρίξιμο
- ενωθείτε
- υφαίνει
- beat (μέσα)
Nearest Words of commingle
- comminatory => απειλητικός
- commination => απειλή
- comminate => επιπλήττω
- commie => κομμουνιστής
- commercially => εμπορικά
- commercialized => εμπορευματοποιημένα
- commercialize => εμπορευματοποιώ
- commercialization => Εμπορευματοποίηση
- commercialism => εμπορευματοποίηση
- commercialised => εμπορευματοποιημένο
- commingler => μίξερ
- comminute => θρυμματίζω
- comminuted fracture => Σύνθλιψη κατάγματος
- commiphora => Κομιφόρα
- commiphora meccanensis => Κομμύφορα του Μέκκα
- commiphora myrrha => Σμύρνα
- commiserate => συμπονώ
- commiseration => συμπαράσταση
- commiserative => συμπονετικός
- commissaire maigret => Επιθεωρητής Μεγκρέ
Definitions and Meaning of commingle in English
commingle (v)
mix or blend
mix together different elements
FAQs About the word commingle
ανακατεύω
mix or blend, mix together different elements
συγχωνεύομαι,μίγμα,συνδυάζω,ενσωματώνω,ανακατεύω,συγχώνευση,μίγμα,Προσθήκη,ανακατεύω,σύνθετος
βλάβη,διαίρεση,ξεχωριστό,χωρισμός,σχίζω,διαχωρίζω,διασπείρω,διαλύω,διχάζω,Διαζύγιο
comminatory => απειλητικός, commination => απειλή, comminate => επιπλήττω, commie => κομμουνιστής, commercially => εμπορικά,