Greek Meaning of commingle

ανακατεύω

Other Greek words related to ανακατεύω

Definitions and Meaning of commingle in English

Wordnet

commingle (v)

mix or blend

mix together different elements

FAQs About the word commingle

ανακατεύω

mix or blend, mix together different elements

συγχωνεύομαι,μίγμα,συνδυάζω,ενσωματώνω,ανακατεύω,συγχώνευση,μίγμα,Προσθήκη,ανακατεύω,σύνθετος

βλάβη,διαίρεση,ξεχωριστό,χωρισμός,σχίζω,διαχωρίζω,διασπείρω,διαλύω,διχάζω,Διαζύγιο

comminatory => απειλητικός, commination => απειλή, comminate => επιπλήττω, commie => κομμουνιστής, commercially => εμπορικά,