Greek Meaning of intermingle
ανακατεύω
Other Greek words related to ανακατεύω
- συγχωνεύομαι
- μίγμα
- συνδυάζω
- ανακατεύω
- ενσωματώνω
- συγχώνευση
- ανακατεύω
- μίγμα
- Προσθήκη
- σύνθετος
- σκυρόδεμα
- συγχωνεύω
- ασφάλεια
- Ομογενοποιώ
- ενσωματώνω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- ανακατεύω
- συνενώνομαι
- ανακατεύω
- σύνθετο
- ενώνω
- κόβω
- γαλακτωματοποιώ
- διπλώνω
- αναμειγνύω
- διαπερνώ
- πλέκω
- Πλέκω
- ανακατεύω
- ρίξιμο
- ενωθείτε
- υφαίνει
- beat (μέσα)
Nearest Words of intermingle
- intermise => διακόπτειν
- intermission => διάλειμμα
- intermissive => διαλείποντας
- intermit => διακόπτω
- intermitted => διακοπτόμενος
- intermittence => διακοπτόμενη
- intermittency => διακοπτικότητα
- intermittent => διαλείπουσα
- intermittent claudication => Διαλείπουσα χωλότητα
- intermittent cramp => Διαλείπον κράμπα
Definitions and Meaning of intermingle in English
intermingle (v)
combine into one
intermingle (v. t.)
To mingle or mix together; to intermix.
intermingle (v. i.)
To be mixed or incorporated.
FAQs About the word intermingle
ανακατεύω
combine into oneTo mingle or mix together; to intermix., To be mixed or incorporated.
συγχωνεύομαι,μίγμα,συνδυάζω,ανακατεύω,ενσωματώνω,συγχώνευση,ανακατεύω,μίγμα,Προσθήκη,σύνθετος
βλάβη,διαίρεση,ξεχωριστό,χωρισμός,σχίζω,διασπείρω,διαλύω,διχάζω,Διαζύγιο,μέρος
intermine => εξορύσσω, intermination => λήξη, interminated => καταργημένες, interminate => αόριστος, interminably => ατελείωτα,