Greek Meaning of interminableness
απειρότητα
Other Greek words related to απειρότητα
Nearest Words of interminableness
Definitions and Meaning of interminableness in English
interminableness (n.)
The state of being endless.
FAQs About the word interminableness
απειρότητα
The state of being endless.
απεραντοσύνη,απειρία,μονιμότητα,μόνιμο,αχρονία,αιωνιότητα,αιώνιος,άπειρο,απεριόριστοτητα,αιωνιότητα
εφήμεροτητα,εφήμερη,εφήμερος,εφήμερο,προσωρινότητα
interminable => ατελείωτος, intermigration => Ανταλλαγή, intermication => διακοπή, intermicate => πολύπλοκος, intermezzo => Ιντερμέτζο,