Greek Meaning of ephemerality
εφήμεροτητα
Other Greek words related to εφήμεροτητα
Nearest Words of ephemerality
Definitions and Meaning of ephemerality in English
ephemerality (n)
the property of lasting for a very short time
FAQs About the word ephemerality
εφήμεροτητα
the property of lasting for a very short time
εφήμερο,εφήμερος,εφήμερη,εφήμερο,εφήμεροτητα,σύντομη,προσωρινότητα,εφήμερος,εφήμερος,εφήμερο
Συνέχεια,συνέχεια,αντοχή,μονιμότητα,Μακροζωία,μόνιμο
ephemeral => εφήμερος, ephemera => εφήμερες, ephedrine => εφεδρίνη, ephedraceae => Εφέδραι, ephedra sinica => Εφέδρα η σινική,