FAQs About the word fleetingness

εφήμερος

the property of lasting for a very short time

εφήμεροτητα,εφήμερο,εφήμερη,σύντομη,προσωρινότητα,εφήμερος,εφήμερος,εφήμερο,φυγάς,εφήμερο

Συνέχεια,συνέχεια,αντοχή,μονιμότητα,Μακροζωία,μόνιμο

fleetingly => πρόσκαιρος, εφήμερος, fleeting => φευγαλέος, fleet-foot => ελαφροπόδαρος, fleeten => στόλος, fleeted => διέφυγε,