Greek Meaning of fleetingness
εφήμερος
Other Greek words related to εφήμερος
Nearest Words of fleetingness
- fleetingly => πρόσκαιρος, εφήμερος
- fleeting => φευγαλέος
- fleet-foot => ελαφροπόδαρος
- fleeten => στόλος
- fleeted => διέφυγε
- fleet street => Φλιτ Στριτ
- fleet ballistic missile submarine => Πυρηνικό υποβρύχιο βαλλιστικών πυραύλων
- fleet admiral => Ναύαρχος του στόλου
- fleet => στόλος
- fleeringly => ειρωνικά
Definitions and Meaning of fleetingness in English
fleetingness (n)
the property of lasting for a very short time
FAQs About the word fleetingness
εφήμερος
the property of lasting for a very short time
εφήμεροτητα,εφήμερο,εφήμερη,σύντομη,προσωρινότητα,εφήμερος,εφήμερος,εφήμερο,φυγάς,εφήμερο
Συνέχεια,συνέχεια,αντοχή,μονιμότητα,Μακροζωία,μόνιμο
fleetingly => πρόσκαιρος, εφήμερος, fleeting => φευγαλέος, fleet-foot => ελαφροπόδαρος, fleeten => στόλος, fleeted => διέφυγε,