Greek Meaning of fleetly

γρήγορα

Other Greek words related to γρήγορα

Definitions and Meaning of fleetly in English

Wordnet

fleetly (r)

in a swift manner

Webster

fleetly (adv.)

In a fleet manner; rapidly.

FAQs About the word fleetly

γρήγορα

in a swift mannerIn a fleet manner; rapidly.

γρήγορος,γρήγορος,γρήγορα,γρήγορα,Γρήγορα,γρήγορα,γρήγορα,διπλά γρήγορα,βιαστικά,ζεστό

επίμονα,αργά,αργά,εκούσια,ήρεμος,αργά,αργός,Αργοπορημένα,αργά,αργός

fleetings => φευγαλέος, fleetingness => εφήμερος, fleetingly => πρόσκαιρος, εφήμερος, fleeting => φευγαλέος, fleet-foot => ελαφροπόδαρος,