Greek Meaning of fleetingly
πρόσκαιρος, εφήμερος
Other Greek words related to πρόσκαιρος, εφήμερος
Nearest Words of fleetingly
Definitions and Meaning of fleetingly in English
fleetingly (adv.)
In a fleeting manner; swiftly.
FAQs About the word fleetingly
πρόσκαιρος, εφήμερος
In a fleeting manner; swiftly.
σύντομος,εφήμερος,εφήμερος,φλας,στιγμιαίος,περνώντας,Προσωρινός,παροδικός,παροδικός,φυλλοβόλος
Αθάνατος,ατελείωτος,ανθεκτικός,αιώνιος,αιώνιος,αθάνατος,διαρκής,μόνιμο,αιώνιος,διαχρονικός
fleeting => φευγαλέος, fleet-foot => ελαφροπόδαρος, fleeten => στόλος, fleeted => διέφυγε, fleet street => Φλιτ Στριτ,