Greek Meaning of impermanent
Προσωρινός
Other Greek words related to Προσωρινός
Nearest Words of impermanent
Definitions and Meaning of impermanent in English
impermanent (a)
not permanent; not lasting
impermanent (s)
existing or enduring for a limited time only
impermanent (a.)
Not permanent.
FAQs About the word impermanent
Προσωρινός
not permanent; not lasting, existing or enduring for a limited time onlyNot permanent.
προσωρινός,Προσωρινός,προσωρινός,βραχυπρόθεσμος,μεταβατικός,Υποκριτική,προσωρινός,εναλλασσόμενος,υπό όρους,εφήμερος
μακροπρόθεσμος,μόνιμο,αιώνιος,τελικός,σταθερός,διαρκής,εγκαταστημένος,άνευ όρων,απεριόριστος,ανειδίκευτος
impermanency => εφήμερο, impermanence => εφήμερη, imperiwigged => Περούκας, imperium => Αυτοκρατορία, imperishingness => εφήμερο,