Greek Meaning of provisory
προσωρινός
Other Greek words related to προσωρινός
Nearest Words of provisory
- proviso => όρος
- provisions => διατάξεις
- provisioner => προμηθευτής
- provisionary => προσωρινός
- provisionally => προσωρινά
- provisional irish republican army => Προσωρινός Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός
- provisional ira => προσωρινός ΙΡΑ
- provisional => προσωρινός
- provision => διάταξη
- provirus => Πρόϊος
Definitions and Meaning of provisory in English
provisory (s)
subject to a proviso
FAQs About the word provisory
προσωρινός
subject to a proviso
προσωρινός,προσωρινός,Προσωρινός,εναλλασσόμενος,προσωρινός,βραχυπρόθεσμος,μεταβατικός,Υποκριτική,προσωρινός,υπό όρους
τελικός,σταθερός,μακροπρόθεσμος,μόνιμο,διευρυμένο,σετ,εγκαταστημένος,άνευ όρων,απεριόριστος,ανειδίκευτος
proviso => όρος, provisions => διατάξεις, provisioner => προμηθευτής, provisionary => προσωρινός, provisionally => προσωρινά,