Greek Meaning of temporary
Προσωρινός
Other Greek words related to Προσωρινός
- συνεργάτης
- βοηθός
- Συνάδελφος
- συνάδελφος
- δουλεία
- υπάλληλος
- Gandy dancer
- προνύμφη
- χάκινγκ
- εργάτης
- εργάτης
- υφιστάμενος
- εργάτης
- Μισθωτός υπάλληλος
- Δούλος του μισθού
- Μισθωτός
- εργαζόμενος
- εργαζόμενος
- Εργαζόμενη γυναίκα
- εργάτης
- εργάτρια
- γρανάζι
- εργαζόμενος
- υπηρέτης
- υπηρέτης
- υπηρέτης
- χέρι
- μισθοφόρος
- εργαζόμενος
- εργάτης
- Υπάλληλος γραφείου
- retainer
- υφιστάμενος
- Ναι-άνδρας
Nearest Words of temporary
- temporary expedient => προσωρινό μέτρο
- temporary hookup => Προσωρινή σύνδεση
- temporary injunction => προσωρινή διαταγή
- temporary removal => Προσωρινή αφαίρεση
- temporary state => Προσωρινή κατάσταση
- temporary worker => προσωρινός εργαζόμενος
- temporise => Εξαπατώ
- temporiser => προσωρινή
- temporist => προσωρινός
- temporization => αναβολή
Definitions and Meaning of temporary in English
temporary (n)
a worker (especially in an office) hired on a temporary basis
temporary (a)
not permanent; not lasting
temporary (s)
lacking continuity or regularity
temporary (a.)
Lasting for a time only; existing or continuing for a limited time; not permanent; as, the patient has obtained temporary relief.
FAQs About the word temporary
Προσωρινός
a worker (especially in an office) hired on a temporary basis, not permanent; not lasting, lacking continuity or regularityLasting for a time only; existing or
συνεργάτης,βοηθός,Συνάδελφος,συνάδελφος,δουλεία,υπάλληλος,Gandy dancer,προνύμφη,χάκινγκ,εργάτης
Εργοδότης,Αφεντικό,αρχιφωτίστας,ανώτερος,Επόπτης
temporariness => προσωρινότητα, temporarily => προσωρινά, temporaneous => προσωρινός, temporalty => χρονικότητα, temporalness => χρονικότητα,