Greek Meaning of temporary hookup
Προσωρινή σύνδεση
Other Greek words related to Προσωρινή σύνδεση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of temporary hookup
- temporary injunction => προσωρινή διαταγή
- temporary removal => Προσωρινή αφαίρεση
- temporary state => Προσωρινή κατάσταση
- temporary worker => προσωρινός εργαζόμενος
- temporise => Εξαπατώ
- temporiser => προσωρινή
- temporist => προσωρινός
- temporization => αναβολή
- temporize => χρονοτριβώ
- temporized => προσωρινός
Definitions and Meaning of temporary hookup in English
temporary hookup (n)
a connection intended to be used for a limited time
FAQs About the word temporary hookup
Προσωρινή σύνδεση
a connection intended to be used for a limited time
No synonyms found.
No antonyms found.
temporary expedient => προσωρινό μέτρο, temporary => Προσωρινός, temporariness => προσωρινότητα, temporarily => προσωρινά, temporaneous => προσωρινός,