Greek Meaning of temporized

προσωρινός

Other Greek words related to προσωρινός

Definitions and Meaning of temporized in English

Webster

temporized (imp. & p. p.)

of Temporize

FAQs About the word temporized

προσωρινός

of Temporize

καθυστερημένος,έμεινε,σβησμένος,καθυστερείν,αργοπορώ,σύρθηκε,καθυστερημένος,αργοπορούσε,παίζεται,τρύπησε

επιταχυνόμενος,μπόουλινγκ,όρμησε,καλπάζει,Κυφωτικός,Εκτοξεύτηκε,έσπευσε,έτρεχε,τρέχω,τρέχω

temporize => χρονοτριβώ, temporization => αναβολή, temporist => προσωρινός, temporiser => προσωρινή, temporise => Εξαπατώ,