Greek Meaning of dawdled

αργοπορώ

Other Greek words related to αργοπορώ

Definitions and Meaning of dawdled in English

Webster

dawdled (imp. & p. p.)

of Dawdle

FAQs About the word dawdled

αργοπορώ

of Dawdle

καθυστερημένος,σύρθηκε,έμεινε,τρύπησε,έρποντας,περπατούσε,καθυστερείν,καθυστερημένος,αργοπορούσε,Ξάπλωνε

κάννη,μπουλονάρω,καριέρας,όρμησε,παύλα,πέταξε,επιτάχυνε,σπεύδω,Εκτοξεύτηκε,έσπευσε

dawdle => τριγυρνώ, da'wah => δάουα, dawah => dawah, daw => κουρούνα, davyum => δαβι,