Greek Meaning of lounged

Ξάπλωνε

Other Greek words related to Ξάπλωνε

Definitions and Meaning of lounged in English

Webster

lounged (imp. & p. p.)

of Lounge

FAQs About the word lounged

Ξάπλωνε

of Lounge

ηλιοθεραπεία,χαλαρός,ξεκούραστος,κρεμασμένος,τεμπελιάζω,κρεμόταν,ήρεμος,απογοητευμένος,τεμπελιάζει,κρεμασμένος (κρεμασμένη)

ξεθάφτηκε,Κυφωτικός,έσπευσε,κοπιαστικός,Προσδεδεμένος (μακριά),τσαπατσουλιάζω,οργωμένο,συνδεδεμένο,υποδουλωμένος,τεταμένος

lounge suit => σαλόνι, lounge lizard => Σαύρα του σαλονιού, lounge chair => Ξαπλώστρα, lounge car => Βαγόνι σαλόνι, lounge around => Ρεμβάζοντας,