Greek Meaning of moiled

μοχθώ

Other Greek words related to μοχθώ

Definitions and Meaning of moiled in English

Webster

moiled (imp. & p. p.)

of Moil

FAQs About the word moiled

μοχθώ

of Moil

κοπιαστικός,εργάστηκε,σφυρηλατημένο,σκαμμένος (μακριά),αγωνιζόταν,δουλεύω σκληρά,προσπάθησε,κουρασμένος,ξεθάφτηκε,Κυφωτικός

Χρεοκοπημενος,απογοητευμένος,παγωμένο,αφήνω κάτι,χαλάρωσε,χαλάρωσε (πάνω),έκανε γκάφα,χακαρισμένο (γύρω),Κρεμασμένος (γύρω ή έξω),περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω)

moile => μαϊλ, moil => βασανίζω, moiety => μισό, moieties => ημιμόρια, moidore => Μοϊδόρος,