Greek Meaning of goofed (off)

έκανε γκάφα

Other Greek words related to έκανε γκάφα

Definitions and Meaning of goofed (off) in English

goofed (off)

No definition found for this word.

FAQs About the word goofed (off)

έκανε γκάφα

απογοητευμένος,παγωμένο,τεμπέλιαζε,Ξάπλωνε,παίζεται,χαλαρός,ξεκούραστος,δίστασε,μπερδεύουν,χακαρισμένο (γύρω)

εφαρμοσμένο,έδαφος,Κυφωτικός,έσπευσε,κοπιαστικός,μοχθώ,καρφωμένη,τσαπατσουλιάζω,οργωμένο,συνδεδεμένο

goofed (around) => χαζολογώντας (γύρω), goof on => κοροϊδεύω, goof (up) => αστοχώ, goof (off) => τεμπελιάζω, gooeyness => ιξώδες,