Greek Meaning of footled

μπερδεύουν

Other Greek words related to μπερδεύουν

Definitions and Meaning of footled in English

footled

to talk or act foolishly, to waste time

FAQs About the word footled

μπερδεύουν

to talk or act foolishly, to waste time

απογοητευμένος,παγωμένο,αργοπορώ,μονότονος,αδρανής,τεμπέλιαζε,τεμπελιάζω,Ξάπλωνε,παίζεται,τρύπησε

εφαρμοσμένο,έδαφος,Κυφωτικός,έσπευσε,κοπιαστικός,μοχθώ,καρφωμένη,τσαπατσουλιάζω,οργωμένο,συνδεδεμένο

footings => θεμέλια, footing (up) => Βάση (ανάβαση), footing (it) => βάση, foothills => πρόποδες, footed (it) => ποδοκίνητος,