Greek Meaning of buckled (down)

εργατικός

Other Greek words related to εργατικός

Definitions and Meaning of buckled (down) in English

buckled (down)

to start to work hard

FAQs About the word buckled (down)

εργατικός

to start to work hard

σφυρηλατημένο,εφαρμοστέος (στον εαυτό του),σκαμμένος (μακριά),σκάψιμο,σφυρηλάτηση (μακριά),Βάστηξε την πλάτη,Προσδεδεμένος (μακριά),συνέβαλε,επιτέθηκε,προσπάθησε

Χρεοκοπημενος,παγωμένο,αφήνω κάτι,χαλάρωσε,χαλάρωσε (πάνω),έκανε γκάφα,χακαρισμένο (γύρω),Κρεμασμένος (γύρω ή έξω),περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω),χαλάρωσε

buckled (down to) => λυγισμένο (προς), buckle (under) => Υποκύπτω (κάτω από), buckle (down) => βάζω τα γυαλιά μου, buckle (down to) => βάζω πλάτη (σε), bucking up => ενθαρρύνω,