Greek Meaning of ground (out)

έδαφος (εκτός)

Other Greek words related to έδαφος (εκτός)

Definitions and Meaning of ground (out) in English

ground (out)

a play in baseball in which a batter is put out after hitting a ground ball to an infielder

FAQs About the word ground (out)

έδαφος (εκτός)

a play in baseball in which a batter is put out after hitting a ground ball to an infielder

σκαλιστό (από),κατασκευασμένο,δημιούργησε,ανεπτυγμένη,σφυρηλατημένος,σφυρηλατημένο,ξυλοκοπημένος (έξω),δούλεψε,εκνευρισμένος,επιτεύχθηκε

κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος,αποσυναρμολογημένο,κατεδαφισμένος,κατέδαφισε,κατεστραμμένος,βυθισμένο,ανέτρεψε,μη κατασκευασμένος

ground (down) => αλεσμένο (κάτω), grouching => μουρμούρισμα, grouchiness => Κακοχυμία, grouches => γκρινιάρηδες, grouched => κατσούφης,