Greek Meaning of churned out

παρήγαγαν μαζικά

Other Greek words related to παρήγαγαν μαζικά

Definitions and Meaning of churned out in English

churned out

to produce mechanically or copiously

FAQs About the word churned out

παρήγαγαν μαζικά

to produce mechanically or copiously

σκαλιστό (από),παρήχθη,έδαφος (εκτός),σφυρηλατημένο,ξυλοκοπημένος (έξω),αποδείχτηκε,δούλεψε,εκνευρισμένος,διεξάγονται,λιθόστρωτο (μαζί ή πάνω)

κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος,αποσυναρμολογημένο,κατεδαφισμένος,κατέδαφισε,κατεστραμμένος,βυθισμένο,ανέτρεψε,μη κατασκευασμένος

churls => αγροίκοι, churchyards => νεκροταφεία εκκλησιών, churches => εκκλησίες, chuntering => γρίνια, chuntered => γκρινιάζω,