Greek Meaning of churls

αγροίκοι

Other Greek words related to αγροίκοι

Definitions and Meaning of churls in English

churls

a rude or grumpy person, a medieval peasant, a stingy morose person, rustic, countryman, ceorl, a rude ill-bred person, a peasant of the Middle Ages

FAQs About the word churls

αγροίκοι

a rude or grumpy person, a medieval peasant, a stingy morose person, rustic, countryman, ceorl, a rude ill-bred person, a peasant of the Middle Ages

Επαρχιώτες,κλόουν,αγρότες,οι γκόμενοι,αγρότες,επαρχιώτες,χωριάτες,αγρότες,χωριάτες,αγροίκων

κοσμοπολίτες,Λειαντικοί,εκλεπτυσμένοι,προαστιακοί,κοσμοπολίτες,μητροπολίτες,smoothies,Αστικοί

churchyards => νεκροταφεία εκκλησιών, churches => εκκλησίες, chuntering => γρίνια, chuntered => γκρινιάζω, chunter => περιπλανάται,