FAQs About the word slickers

Λειαντικοί

slickster, a long loose raincoat often of rubberized cloth or plastic, raincoat, a city dweller especially of stylish and well-groomed appearance or sophisticat

χαρακώματα,πόντσο,Αδιάβροχα

επαρχιώτες,αγρότες,χωριάτες,Επαρχιώτες,οι γκόμενοι

slices => φέτες, slewing => Περιστροφή, sleuths => ντετέκτιβ, sleuthhounds => Αιμοκυνοειδή, slept out => Κοιμάται έξω,