FAQs About the word slept out

Κοιμάται έξω

to sleep outdoors

κατασκήνωσε (έξω),τακτοποιημένος (κάτω),κατασκηνώνω,στρατοπεδευμένος,σκηνής,Με τροχόσπιτο

No antonyms found.

slept in => Ξεκοιμήθηκα, sleeps => κοιμάται, sleeping porches => Βεράντες ύπνου, sleeping porch => Βεράντα ύπνου, sleeping out => κοιμάσαι έξω,