FAQs About the word bedded (down)

τακτοποιημένος (κάτω)

to lie down somewhere for sleep, to provide (a person or animal) with a place to sleep

κατασκήνωσε (έξω),κατασκηνώνω,στρατοπεδευμένος,Κοιμάται έξω,Με τροχόσπιτο,σκηνής

No antonyms found.

bedcovering => Κάλυμμα κρεβατιού, bed-and-breakfasts => ξενώνες, bed table => κομοδίνο, bed (down) => κρεβάτι (κάτω), becks => Μπέκαμ,