Greek Meaning of bedeviled
δαιμονισμένος
Other Greek words related to δαιμονισμένος
- απορημένος
- μπερδεμένος
- ζαλισμένος
- αποσπασμένος
- ζαλισμένος
- έκπληκτη
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- Στη θάλασσα
- θαμπός
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- νυσταγμένος
- ομιχλώδης
- ανάμικτος
- Μπερδεμένος
- Εικονοστοιχειωμένος
- με ψήφους
- μεθυσμένος
- με δύναμη
- Κακοποιημένος
- σοκαρισμένος από το κέλυφος
- ευτυχισμένος
- αραιωμένο
- έκθαμβος
- <ins>μπερδεμένος</ins>
- εξαντλημένος
- μουδιασμένος
- ανόητος
- αποκομμένος
- διαστημικός
- ευρύχωρος
- Αναίσθητος
- εξαντλημένος
- ράκος
Nearest Words of bedeviled
Definitions and Meaning of bedeviled in English
bedeviled
to possess with or as if with a devil, to confuse utterly, to cause distress, to trouble or annoy again and again, to change for the worse
FAQs About the word bedeviled
δαιμονισμένος
to possess with or as if with a devil, to confuse utterly, to cause distress, to trouble or annoy again and again, to change for the worse
απορημένος,μπερδεμένος,ζαλισμένος,αποσπασμένος,ζαλισμένος,έκπληκτη,μπερδεμένος,μπερδεμένος,Στη θάλασσα,θαμπός
συνειδητός,συναγερμός,καθαρό μυαλό
bedding (down) => κλινοσκεπάσματα (κάτω), bedded (down) => τακτοποιημένος (κάτω), bedcovering => Κάλυμμα κρεβατιού, bed-and-breakfasts => ξενώνες, bed table => κομοδίνο,