Greek Meaning of bushed

εξαντλημένος

Other Greek words related to εξαντλημένος

Definitions and Meaning of bushed in English

Wordnet

bushed (s)

very tired

Webster

bushed (imp. & p. p.)

of Bush

FAQs About the word bushed

εξαντλημένος

very tiredof Bush

στραγγισμένος,εξαντλημένος,κουρασμένος,κουρασμένος,ρυθμός,χτυπημένος,Θολό,εξουθενωμένος,νεκρός,έγινε

φρέσκος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,ακούραστος,ενεργός,Ενεργητικός,αναζωογονημένο,ζωηρός

bushbuck => δασόβουβαλλος, bushboy => αγόρι του δάσους, bushbaby => Γαλάγοι, bush willow => Ιτιά, bush violet => Ίρις,