Greek Meaning of jaded

κουρασμένος

Other Greek words related to κουρασμένος

Definitions and Meaning of jaded in English

Wordnet

jaded (s)

exhausted

dulled by surfeit

Webster

jaded (imp. & p. p.)

of Jade

FAQs About the word jaded

κουρασμένος

exhausted, dulled by surfeitof Jade

εξαντλημένος,κουρασμένος,κουρασμένος,κουρασμένος,ρυθμός,χτυπημένος,Θολό,καμμένος έξω,εξουθενωμένος,εξαντλημένος

ενεργός,Ενεργητικός,φρέσκος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,ακούραστος,αναζωογονημένο,ζωηρός

jade vine => Αδέλωπος, jade green => πράσινο νεφρίτη, jade => νεφρίτης, jaculus jaculus => Σκορπιός, jaculus => πηδηκτικός αρουραίος,