Greek Meaning of enervate
εξασθενίζω
Other Greek words related to εξασθενίζω
- ξυπνώ
- ενεργοποιώ
- ζωντανεύω
- αναζωογονώ
- επιταχύνω
- ξυπνήσω
- διεγείρω
- ανακατεύω
- ζωογονώ
- αναζωογονώ
- σιδεράκια
- χρέωση
- ζητωκραυγές
- ηλεκτροδοτώ
- ενθαρρύνω
- Διέγερση
- Ζύμωση
- φωτιά
- Υποστηρίζω
- οχυρώνω
- γαλβανίζω
- ενθαρρύνω
- παροτρύνω
- φλεγμόνω
- Εμπνέω
- υποκινώ
- ανάβω
- ασανσέρ
- προκαλώ
- σπινθήρας
- σκανδάλη
- χτυπάω
- υποκινώ
- ενισχύω
- Σημαδούρα
- Ενεργοποίηση εκ νέου
- αναζωογονώ
- ξυπνώ ξανά
- επαναφόρτιση
- Ανανεώνω
- αναγεννώ
- αναζωογονώ
- Αναζωπυρώνω
- ανανεώνω
- ανασταίνω
- ανάνηψη
- αναζωογονώ
- αναβιώνω
- Αναφλέγω
- αναζωογονώ
Nearest Words of enervate
- enerlasting => αιώνιος
- energy-storing => αποθήκευση ενέργειας
- energy-absorbing => απορροφητικός ενέργειας
- energy unit => μονάδα ενέργειας
- energy state => Ενεργειακή κατάσταση
- energy secretary => Υπουργός Ενέργειας
- energy of activation => Ενέργεια ενεργοποίησης
- energy level => επίπεδο ενέργειας
- energy department => Υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος
- energy => Ενέργεια
Definitions and Meaning of enervate in English
enervate (v)
weaken mentally or morally
disturb the composure of
enervate (v. t.)
To deprive of nerve, force, strength, or courage; to render feeble or impotent; to make effeminate; to impair the moral powers of.
enervate (a.)
Weakened; weak; without strength of force.
FAQs About the word enervate
εξασθενίζω
weaken mentally or morally, disturb the composure ofTo deprive of nerve, force, strength, or courage; to render feeble or impotent; to make effeminate; to impai
αποδυναμώνω,αποχέτευση,εξάτμιση,απολιθώνω,υπονομεύω,εξασθενώ,Ευνουχίζω,υγρός,υγραίνω,εξασθενίζω
ξυπνώ,ενεργοποιώ,ζωντανεύω,αναζωογονώ,επιταχύνω,ξυπνήσω,διεγείρω,ανακατεύω,ζωογονώ,αναζωογονώ
enerlasting => αιώνιος, energy-storing => αποθήκευση ενέργειας, energy-absorbing => απορροφητικός ενέργειας, energy unit => μονάδα ενέργειας, energy state => Ενεργειακή κατάσταση,