Greek Meaning of trigger
σκανδάλη
Other Greek words related to σκανδάλη
- ενεργοποιητής
- σύστημα
- καταλύτης
- οδηγός
- εκτελεστής
- παράγοντας
- γεννήτρια
- ώθηση
- κίνητρο
- επιρροή
- έμπνευση
- υπαίτιος
- μηχανήματα
- σημαίνει
- μηχανισμός
- δύναμη
- ερέθισμα
- όχημα
- πράκτορας
- Κινούμενος
- επειδή
- ορίζουσα
- ενεργοποιητής
- συστατικό
- υποκίνηση
- όργανο
- εργαλειότητα
- εκτοξευτής
- μέσο
- υπουργείο
- μετακινούμενος
- όργανο
- εργαλείο
- προηγούμενο
- πρόσφορος
- περίσταση
- λόγος
Nearest Words of trigger
- trigesimo-secundo => Τριακοστός δεύτερος
- triger process => Διαδικασία ενεργοποίησης
- trigenic => τριγενής
- trigeminus => Τρίδυμο νεύρο
- trigeminous => τρίδυμος
- trigeminal neuralgia => Τριδύμου νευραλγία
- trigeminal nerve => τρίδυμο νεύρο
- trigeminal => τρίδυμος
- trigastric => τριγαστρικός
- trigamy => τριγαμία
Definitions and Meaning of trigger in English
trigger (n)
lever that activates the firing mechanism of a gun
a device that activates or releases or causes something to happen
an act that sets in motion some course of events
trigger (v)
put in motion or move to act
release or pull the trigger on
trigger (n.)
A catch to hold the wheel of a carriage on a declivity.
A piece, as a lever, which is connected with a catch or detent as a means of releasing it; especially (Firearms), the part of a lock which is moved by the finger to release the cock and discharge the piece.
FAQs About the word trigger
σκανδάλη
lever that activates the firing mechanism of a gun, a device that activates or releases or causes something to happen, an act that sets in motion some course of
ενεργοποιητής,σύστημα,καταλύτης,οδηγός,εκτελεστής,παράγοντας,γεννήτρια,ώθηση,κίνητρο,επιρροή
Φρένο,έλεγχος,κόβω,αποκόβω,κόβω,απενεργοποιώ,ραβδί,σταματάω,απενεργοποίηση,σύλληψη
trigesimo-secundo => Τριακοστός δεύτερος, triger process => Διαδικασία ενεργοποίησης, trigenic => τριγενής, trigeminus => Τρίδυμο νεύρο, trigeminous => τρίδυμος,