Greek Meaning of energizer
ενεργοποιητής
Other Greek words related to ενεργοποιητής
- ενεργοποιητής
- σύστημα
- καταλύτης
- οδηγός
- εκτελεστής
- παράγοντας
- γεννήτρια
- ώθηση
- κίνητρο
- έμπνευση
- υπαίτιος
- εργαλειότητα
- μηχανήματα
- μετακινούμενος
- όργανο
- δύναμη
- ερέθισμα
- σκανδάλη
- όχημα
- πράκτορας
- Κινούμενος
- επειδή
- ορίζουσα
- επιρροή
- συστατικό
- υποκίνηση
- όργανο
- εκτοξευτής
- σημαίνει
- μηχανισμός
- μέσο
- υπουργείο
- εργαλείο
- προηγούμενο
- πρόσφορος
- περίσταση
- λόγος
Nearest Words of energizer
- energizing => ενεργειακός
- energumen => ενεργούμενος
- energy => Ενέργεια
- energy department => Υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος
- energy level => επίπεδο ενέργειας
- energy of activation => Ενέργεια ενεργοποίησης
- energy secretary => Υπουργός Ενέργειας
- energy state => Ενεργειακή κατάσταση
- energy unit => μονάδα ενέργειας
- energy-absorbing => απορροφητικός ενέργειας
Definitions and Meaning of energizer in English
energizer (n)
someone who imparts energy and vitality and spirit to other people
a device that supplies electrical energy
energizer (n.)
One who, or that which, gives energy, or acts in producing an effect.
FAQs About the word energizer
ενεργοποιητής
someone who imparts energy and vitality and spirit to other people, a device that supplies electrical energyOne who, or that which, gives energy, or acts in pro
ενεργοποιητής,σύστημα,καταλύτης,οδηγός,εκτελεστής,παράγοντας,γεννήτρια,ώθηση,κίνητρο,έμπνευση
No antonyms found.
energized => ενεργοποιημένος, energize => ενεργοποιώ, energising => ενεργητικός, energiser => ενεργειακό ποτό, energise => ενεργοποιεί,