Greek Meaning of instigator
υπαίτιος
Other Greek words related to υπαίτιος
- συνήγορος
- ταραχοποιός
- απόστολος
- Δημαγωγός
- διαδηλωτής
- εμπρηστής
- υποκινητής
- υποκινητής
- αντάρτης
- προωθητής
- Υποστηρικτής
- διαδηλωτής
- προβοκάτορας
- επαναστάτης
- οπαδός
- πρωταθλητής
- Δημαγωγός
- διεγέρτης
- αναπτήρας
- διαδηλωτής
- δημαγωγός
- μεταρρυθμιστής
- επαναστατικός
- Άτακτο
- συναιγερμικός
- υποστηρικτής
- ενισχυτής
- εκθέτης
- εξτρεμιστής
- εξεγερμένος
- παρελαύνω
- αντικειμενικός
- πειστικός
- απεργός
- απρόμπτερ
- προβοκάτορας
- ριζοσπαστικός
- μεταρρυθμιστής
- επαναστάτης
Nearest Words of instigator
Definitions and Meaning of instigator in English
instigator (n)
someone who deliberately foments trouble
a person who initiates a course of action
instigator (n.)
One who instigates or incites.
FAQs About the word instigator
υπαίτιος
someone who deliberately foments trouble, a person who initiates a course of actionOne who instigates or incites.
συνήγορος,ταραχοποιός,απόστολος,Δημαγωγός,διαδηλωτής,εμπρηστής,υποκινητής,υποκινητής,αντάρτης,προωθητής
ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής
instigative => εξεγερτικός, instigation => υποκίνηση, instigatingly => υποκινητικά, instigating => υποκινητικός, instigated => υποκίνησε,