Greek Meaning of protestor
διαδηλωτής
Other Greek words related to διαδηλωτής
- ταραχοποιός
- Δημαγωγός
- διαδηλωτής
- εμπρηστής
- παρελαύνω
- αντικειμενικός
- απεργός
- προωθητής
- προβοκάτορας
- συνήγορος
- απόστολος
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- Δημαγωγός
- διεγέρτης
- εκθέτης
- εξτρεμιστής
- υποκινητής
- υποκινητής
- υπαίτιος
- αντάρτης
- Υποστηρικτής
- δημαγωγός
- επαναστάτης
- μεταρρυθμιστής
- μεταρρυθμιστής
- οπαδός
- Άτακτο
- Πράκτορας προβοκάτορας
- συναιγερμικός
- υποστηρικτής
- εξεγερμένος
- αναπτήρας
- πειστικός
- υποκινητής
- απρόμπτερ
- προβοκάτορας
- ριζοσπαστικός
- αντάρτης
- επαναστατικός
- επαναστάτης
- ανατρεπτικός
Nearest Words of protestor
Definitions and Meaning of protestor in English
protestor
a complaint, objection, or display of unwillingness usually to an idea or a course of action, to make a protestation, to declare positively, to make or enter a protest, a solemn declaration of opinion and usually of dissent, a usually organized public demonstration of disapproval, to make a statement or gesture in objection to, a declaration made especially before or while paying that a tax is illegal and that payment is not voluntary, to make solemn declaration or affirmation of, to make a protest against, to execute or have executed a formal protest against (something, such as a bill or note), a complaint, objection, or display of unwillingness or disapproval, a sworn declaration that payment of a note or bill has been refused and that all responsible signers or debtors are liable for resulting loss or damage, the act of objecting or a gesture of disapproval, an objection made to an official or a governing body of a sport, to object strongly
FAQs About the word protestor
διαδηλωτής
a complaint, objection, or display of unwillingness usually to an idea or a course of action, to make a protestation, to declare positively, to make or enter a
ταραχοποιός,Δημαγωγός,διαδηλωτής,εμπρηστής,παρελαύνω,αντικειμενικός,απεργός,προωθητής,προβοκάτορας,συνήγορος
ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής
protesting => διαμαρτυρόμενος, protested => διαμαρτυρηθεί, protestations => Διαμαρτυρίες, proteges => Προστατευόμενοι, protects => προστατεύει,