Greek Meaning of alarmist
συναιγερμικός
Other Greek words related to συναιγερμικός
- απόστολος
- εξτρεμιστής
- αντάρτης
- Υποστηρικτής
- επαναστάτης
- μεταρρυθμιστής
- Άτακτο
- συνήγορος
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- εκθέτης
- εξεγερμένος
- προωθητής
- απρόμπτερ
- διαδηλωτής
- διαδηλωτής
- ριζοσπαστικός
- μεταρρυθμιστής
- αντάρτης
- επαναστατικός
- επαναστάτης
- ανατρεπτικός
- οπαδός
- Πράκτορας προβοκάτορας
- ταραχοποιός
- υποστηρικτής
- Δημαγωγός
- Δημαγωγός
- διαδηλωτής
- διεγέρτης
- εμπρηστής
- υπαίτιος
- παρελαύνω
- αντικειμενικός
- πειστικός
- απεργός
- υποκινητής
- προβοκάτορας
- προβοκάτορας
Nearest Words of alarmist
Definitions and Meaning of alarmist in English
alarmist (n)
a person who alarms others needlessly
alarmist (n.)
One prone to sound or excite alarms, especially, needless alarms.
FAQs About the word alarmist
συναιγερμικός
a person who alarms others needlesslyOne prone to sound or excite alarms, especially, needless alarms.
απόστολος,εξτρεμιστής,αντάρτης,Υποστηρικτής,επαναστάτης,μεταρρυθμιστής,Άτακτο,συνήγορος,ενισχυτής,πρωταθλητής
ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής
alarmism => Αλαρμισμός, alarmingly => ανησυχητικά, alarming => ανησυχητικός, alarmedly => με ανησυχία, alarmed => ανήσυχος,