Greek Meaning of uniter

ενωτής

Other Greek words related to ενωτής

Definitions and Meaning of uniter in English

Webster

uniter (n.)

One who, or that which, unites.

FAQs About the word uniter

ενωτής

One who, or that which, unites.

ειρηνοποιός,διαλλακτής

ταραχοποιός,Δημαγωγός,διεγέρτης,εμπρηστής,υπαίτιος,προβοκάτορας,συνήγορος,απόστολος,ενισχυτής,πρωταθλητής

unitedly => Ενωμένα, united states waters => τα ύδατα των Ηνωμένων Πολιτειών, united states virgin islands => Παρθένες Νήσοι των Ηνωμένων Πολιτειών, united states treasury => Υπουργείο Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών, united states trade representative => Εμπορικός Εκπρόσωπος των Ηνωμένων Πολιτειών.,