Greek Meaning of apostle
απόστολος
Other Greek words related to απόστολος
- συνήγορος
- υποστηρικτής
- εκθέτης
- Υποστηρικτής
- οπαδός
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- μαθητής
- υιοθετήσει
- ερμηνευτής
- φίλος
- ευαγγελιστής
- κήρυκας
- Ιεροφάντης
- Αρχιερέας
- παλαδίνος
- προωθητής
- Πρωταγωνιστής
- Γνήσιος πιστός
- λευκός ιππότης
- οπαδός
- υποστηρικτής
- μαζορέτα
- ομοσπονδία
- υποστηρικτής
- Ακόλουθος
- ευαγγελιστής
- διερμηνέας
- βασιλικός
- μεροληπτικός
- αντάρτης
- σταθερός
- τύμπανο
Nearest Words of apostle
- apostle of germany => Απόστολος της Γερμανίας
- apostle of the gentiles => ἀπόστολος ἐθνῶν
- apostle paul => Απόστολος Παύλος
- apostleship => αποστολή
- apostolate => αποστολή
- apostolic => αποστολικός
- apostolic delegate => Αποστολικός Παπικός Απεσταλμένος
- apostolical => αποστολικός
- apostolically => αποστολικώς
- apostolicalness => αποστολικός
Definitions and Meaning of apostle in English
apostle (n)
an ardent early supporter of a cause or reform
any important early teacher of Christianity or a Christian missionary to a people
(New Testament) one of the original 12 disciples chosen by Christ to preach his gospel
apostle (n.)
Literally: One sent forth; a messenger. Specifically: One of the twelve disciples of Christ, specially chosen as his companions and witnesses, and sent forth to preach the gospel.
The missionary who first plants the Christian faith in any part of the world; also, one who initiates any great moral reform, or first advocates any important belief; one who has extraordinary success as a missionary or reformer; as, Dionysius of Corinth is called the apostle of France, John Eliot the apostle to the Indians, Theobald Mathew the apostle of temperance.
A brief letter dimissory sent by a court appealed from to the superior court, stating the case, etc.; a paper sent up on appeals in the admiralty courts.
FAQs About the word apostle
απόστολος
an ardent early supporter of a cause or reform, any important early teacher of Christianity or a Christian missionary to a people, (New Testament) one of the or
συνήγορος,υποστηρικτής,εκθέτης,Υποστηρικτής,οπαδός,ενισχυτής,πρωταθλητής,μαθητής,υιοθετήσει,ερμηνευτής
αντίπαλος,ανταγωνιστής,εχθρός,Αντίπαλος,κριτικός,εχθρός,αντίπαλος,μειωτής,κριτικός
apostille => Αποστίλ (Apostille), apostil => Αποστίλ, aposteme => απόστημα, apostematous => απόστημα, apostemation => αποστήμωση,