Greek Meaning of protester
διαδηλωτής
Other Greek words related to διαδηλωτής
- ταραχοποιός
- Δημαγωγός
- διαδηλωτής
- εμπρηστής
- παρελαύνω
- αντικειμενικός
- απεργός
- προωθητής
- προβοκάτορας
- συνήγορος
- απόστολος
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- Δημαγωγός
- διεγέρτης
- εκθέτης
- εξτρεμιστής
- υποκινητής
- υποκινητής
- υπαίτιος
- αντάρτης
- Υποστηρικτής
- δημαγωγός
- επαναστάτης
- μεταρρυθμιστής
- μεταρρυθμιστής
- οπαδός
- Άτακτο
- Πράκτορας προβοκάτορας
- συναιγερμικός
- υποστηρικτής
- εξεγερμένος
- αναπτήρας
- πειστικός
- υποκινητής
- απρόμπτερ
- προβοκάτορας
- ριζοσπαστικός
- αντάρτης
- επαναστατικός
- επαναστάτης
- ανατρεπτικός
Nearest Words of protester
- protestation => διαμαρτυρία
- protestantism => Προτεσταντισμός
- protestant reformation => Μεταρρύθμιση
- protestant episcopal church => Προτεσταντική Επισκοπική Εκκλησία
- protestant denomination => Προτεσταντική ομολογία
- protestant deacon => διακόνος προτεσταντικών
- protestant church => Προτεσταντική εκκλησία
- protestant => Προτεστάντης
- protest march => Διαμαρτυρία
- protest => διαμαρτυρία
Definitions and Meaning of protester in English
protester (n)
a person who dissents from some established policy
someone who participates in a public display of group feeling
FAQs About the word protester
διαδηλωτής
a person who dissents from some established policy, someone who participates in a public display of group feeling
ταραχοποιός,Δημαγωγός,διαδηλωτής,εμπρηστής,παρελαύνω,αντικειμενικός,απεργός,προωθητής,προβοκάτορας,συνήγορος
ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής
protestation => διαμαρτυρία, protestantism => Προτεσταντισμός, protestant reformation => Μεταρρύθμιση, protestant episcopal church => Προτεσταντική Επισκοπική Εκκλησία, protestant denomination => Προτεσταντική ομολογία,