Greek Meaning of rebel
επαναστάτης
Other Greek words related to επαναστάτης
- προκλητικός
- επαναστατημένος
- αμετάπειστος
- δύστροπος
- αντίθετος
- αυθάδης
- ανυπάκουος
- διαφωνούντας
- επίμονος
- απείθαρχος
- αντάρτης
- αδάμαστος
- σκανταλιάρης
- άτακτος
- Θορυβώδης
- ανυπότακτος
- πυρίμαχος
- ανήσυχος
- άκαμπτος
- πεισματάρης
- Ακυβέρνητος
- άτακτος
- ατίθασος
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- αδαμάντινος
- κακός
- ακατάστατη
- αγενής
- περιπλανώμενος
- ευέξαπτος
- δυσάρεστος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- ακίνητος
- αμείλικτος
- Θρασύς
- ασύμβατος
- άκαμπτος
- θρασύς
- πεισματάρης
- στασιαστικός
- nonkonformistas
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- Γνώμη
- εκνευρισμένος
- δύστροπος
- Επίμονος
- διεστραμμένος
- πεισματάρης
- αρνητής
- ανθεκτικό
- Αγενής
- αυθάδης
- άκαμπτος
- αδιάλλακτος
- ανεξέλεγκτο
- μη συνεργάσιμος
- αδιάθετος
- αδιαχειρίστη
- αμείλικτος
- δυσμενής
- αμετάπειστος
- Άγρια
- εσφαλμένη
- πιθηκισμοί
- αρνητικός
- μη συνεργάσιμη
- συγκαταβατικός
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- φιλικός
- συμβατός
- Συμφωνούσα
- συνεταιρισμός
- υπάκουος
- υπάκουος
- υποτακτικός
- χειραγωγίσιμος
- συμπεριφέρεται
- υπάκουος
- ευγενικός
- σεβαστικός
- με αυτοπειθαρχία
- προθυμος
- ευγενικός
- κατάλληλος
- σεβαστός
- υπάκουος
- δουλοπρεπής
- δουλοπρεπής
- υποταγμένος
- Ευγενής
- υποχωρητικός
- ελεγχόμενο
- ευπρεπής
- Κυβερνήσιμος
- διαχειρίσιμος
- ευγενικός
- υποτακτικός
- οργανωμένος
- εκπαιδεύσιμος
- υποκλίνεστε
Nearest Words of rebel
Definitions and Meaning of rebel in English
rebel (n)
`Johnny' was applied as a nickname for Confederate soldiers by the Federal soldiers in the American Civil War; `greyback' derived from their grey Confederate uniforms
a person who takes part in an armed rebellion against the constituted authority (especially in the hope of improving conditions)
someone who exhibits great independence in thought and action
rebel (v)
take part in a rebellion; renounce a former allegiance
break with established customs
rebel (v. i.)
Pertaining to rebels or rebellion; acting in revolt; rebellious; as, rebel troops.
To renounce, and resist by force, the authority of the ruler or government to which one owes obedience. See Rebellion.
To be disobedient to authority; to assume a hostile or insubordinate attitude; to revolt.
rebel (n.)
One who rebels.
FAQs About the word rebel
επαναστάτης
`Johnny' was applied as a nickname for Confederate soldiers by the Federal soldiers in the American Civil War; `greyback' derived from their grey Confederate un
προκλητικός,επαναστατημένος,αμετάπειστος,δύστροπος,αντίθετος,αυθάδης,ανυπάκουος,διαφωνούντας,επίμονος,απείθαρχος
συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,φιλικός,συμβατός,Συμφωνούσα,συνεταιρισμός,υπάκουος,υπάκουος,υποτακτικός
rebekah => Ρεβέκκα, rebecca west => Ρεμπέκα Γουέστ, rebecca rolfe => Ρεμπέκα Ρολφ, rebecca => Ρεβέκκα, rebec => Ρεμπέκ,