Greek Meaning of undisciplined

αδιάθετος

Other Greek words related to αδιάθετος

Definitions and Meaning of undisciplined in English

Wordnet

undisciplined (s)

not subjected to discipline

not subjected to correction or discipline

lacking in discipline or control

FAQs About the word undisciplined

αδιάθετος

not subjected to discipline, not subjected to correction or discipline, lacking in discipline or control

αμετάπειστος,αυθάδης,προκλητικός,ανυπάκουος,απείθαρχος,στασιαστικός,Θορυβώδης,επαναστατημένος,ανήσυχος,άκαμπτος

συγκαταβατικός,ευχάριστος,φιλικός,συμπεριφέρεται,συνεταιρισμός,σεβαστικός,με αυτοπειθαρχία ,Ευγενής,ευγενικός,προθυμος

undiscipline => αναρχία, undischarged => ηλεκτρισμένο, undiscerning => αδιάκριτος, undirectly => έμμεσα, undirected => Ακατεύθυντος,