Greek Meaning of orderly
οργανωμένος
Other Greek words related to οργανωμένος
- καθαρός
- τακτοποιημένο
- τακτοποιημένος
- αντισηπτικό
- Κροκαλένια
- καλλωπισμένος
- άμωμος
- Καλοχτενισμένος
- οργανωμένος
- σφιγμένος
- Γρήγορα
- εγωιστής
- Διακόσμηση
- Ακατάστατος
- Περιποιημένος
- παραλαβή
- καπελοθήκη
- καλοντυμένος
- καλοντυμένος
- γοητευτικός
- θρασύς
- κομψός
- έξυπνος
- άνετος
- Λάμψη
- Αστραφτερός.
- φανταχτερός
- άψογος
- έλατο
- βελτιωμένο
- συστηματικός
- σφιχτός
- τριγωνομετρία
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ακατάστατη
- ακατάστατος
- φθαρμένος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ανοργάνωτος
- Βρόμικος
- φάουλ
- ανακατεμένα
- ακατάστατος
- βρώμικο
- τσαλακωμένος
- ατημέλητος
- ξεπεσμένος
- ατημέλητος
- απρόσεκτος
- σλοβένικος
- βρώμικος
- άθλιος
- παλιομοδίτικος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- αχτένιστος
- αναποδογύρισμα
- μη συστηματικός
Nearest Words of orderly
- orderliness => τάξη
- orderlies => νοσηλευτές
- orderless => ακατάστατος
- orderer => Εντολέας
- ordered series => Ταξινομημένη σειρά
- ordered => παραγγελθέντα
- order-chenopodiales => τάξη Chenopodiales
- orderable => παραγγελτέο
- order zygnematales => διάταξη zygnematales
- order zygnemales => Τάξη Συζυγημοειδή (Zygnematales)
Definitions and Meaning of orderly in English
orderly (n)
a soldier who serves as an attendant to a superior officer
a male hospital attendant who has general duties that do not involve the medical treatment of patients
orderly (a)
devoid of violence or disruption
orderly (s)
clean or organized
orderly (a.)
Conformed to order; in order; regular; as, an orderly course or plan.
Observant of order, authority, or rule; hence, obedient; quiet; peaceable; not unruly; as, orderly children; an orderly community.
Performed in good or established order; well-regulated.
Being on duty; keeping order; conveying orders.
orderly (adv.)
According to due order; regularly; methodically; duly.
orderly (n.)
A noncommissioned officer or soldier who attends a superior officer to carry his orders, or to render other service.
A street sweeper.
FAQs About the word orderly
οργανωμένος
a soldier who serves as an attendant to a superior officer, a male hospital attendant who has general duties that do not involve the medical treatment of patien
καθαρός,τακτοποιημένο,τακτοποιημένος,αντισηπτικό,Κροκαλένια,καλλωπισμένος,άμωμος,Καλοχτενισμένος,οργανωμένος,σφιγμένος
αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,ακατάστατη,ακατάστατος,φθαρμένος,ατημέλητος,ατημέλητος,ακατάστατος,ανοργάνωτος
orderliness => τάξη, orderlies => νοσηλευτές, orderless => ακατάστατος, orderer => Εντολέας, ordered series => Ταξινομημένη σειρά,