Greek Meaning of squalid

άθλιος

Other Greek words related to άθλιος

Definitions and Meaning of squalid in English

Wordnet

squalid (s)

morally degraded

foul and run-down and repulsive

FAQs About the word squalid

άθλιος

morally degraded, foul and run-down and repulsive

σκονισμένος,Βρόμικος,λαδερό,λασπωμένος,φθαρμένος,αγκαθωτός,βρώμικος,μαυρισμένος,μουντός,βρώμικος

Καθαρός,καθαρισμένος,Καθαρά,άμωμος,καθαρός,Αστραφτερός.,άψογος,ανοξείδωτο,τακτοποιημένος,αμόλυντος

squadron => σμήνος, squad room => Αίθουσα ομάδας, squad car => αυτοκίνητο περιπολίας, squad => Διμοιρία, squabby => κοντόχοντρος,