Greek Meaning of draggled

κουρασμένος

Other Greek words related to κουρασμένος

Definitions and Meaning of draggled in English

Wordnet

draggled (s)

limp and soiled as if dragged in the mud

Webster

draggled (imp. & p. p.)

of Draggle

FAQs About the word draggled

κουρασμένος

limp and soiled as if dragged in the mudof Draggle

μαυρισμένος,σκονισμένος,Βρόμικος,λασπωμένος,Λεκιασμένος,αγκαθωτός,Befouled = Βεβηλωμένος,βρώμικος,λερωμένος,μουντός

χλωριωμένο,Καθαρός,καθαρισμένος,Καθαρά,σαφής,χτενισμένο,άμωμος,διαυγής,καθαρός,οργανωμένος

draggle => σύρω, draggingly => Σύροντας, dragging => σέρνοντας, dragger => Τράτα, dragged => σύρθηκε,