Greek Meaning of combed

χτενισμένο

Other Greek words related to χτενισμένο

Definitions and Meaning of combed in English

Wordnet

combed (a)

(of hair) made tidy with a comb

FAQs About the word combed

χτενισμένο

(of hair) made tidy with a comb

προσεκτικός,καλλωπισμένος,σχολαστικός,σικ,Καθαρός,μοντέρνος,απαιτητικός,επιλεκτικός,άμωμος,σε

αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,τσαλακωμένος,απρόσεκτος,ατημέλητος,αχτένιστο,ατημέλητος,ακατάστατος,ρυτιδωμένος

combat-ready => Έτοιμος για μάχη, combativeness => μαχητικότητα, combatively => μαχητικά, combative => μαχητικός, combatant => μαχητής,