Greek Meaning of combed
χτενισμένο
Other Greek words related to χτενισμένο
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- τσαλακωμένος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- αχτένιστο
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ρυτιδωμένος
- μουντός
- Βρόμικος
- φάουλ
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- βρώμικος
- βρώμικος
- ανακατεμένα
- τριβή
- ατημέλητος
- φθαρμένος
- ύπουλος
- λερωμένος
- Στιγμένος
- Λεκιασμένος
- Ακάθαρτος
- παλιομοδίτικος
- άκομψος
- βρώμικο
- ξεπερασμένος
- ατημέλητος
- βρώμικος
- λερωμένο
- Μολυσμένο
Nearest Words of combed
- comber => χτένα
- comb-footed spider => Αράχνες με χτενάκια ποδιού
- combinable => συνδυάσιμος
- combination => συνδυασμός
- combination in restraint of trade => συνδυασμός συγκράτησης του εμπορίου
- combination lock => κλειδαριά με κωδικό
- combination plane => Συνδυασμένος τρούγας
- combination salad => Συνδυαστική σαλάτα
- combinational => συνδυαστικός
- combinative => Συνδυαστικός
Definitions and Meaning of combed in English
combed (a)
(of hair) made tidy with a comb
FAQs About the word combed
χτενισμένο
(of hair) made tidy with a comb
προσεκτικός,καλλωπισμένος,σχολαστικός,σικ,Καθαρός,μοντέρνος,απαιτητικός,επιλεκτικός,άμωμος,σε
αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,τσαλακωμένος,απρόσεκτος,ατημέλητος,αχτένιστο,ατημέλητος,ακατάστατος,ρυτιδωμένος
combat-ready => Έτοιμος για μάχη, combativeness => μαχητικότητα, combatively => μαχητικά, combative => μαχητικός, combatant => μαχητής,