Greek Meaning of combinational

συνδυαστικός

Other Greek words related to συνδυαστικός

Definitions and Meaning of combinational in English

Wordnet

combinational (s)

able to or tending to combine

FAQs About the word combinational

συνδυαστικός

able to or tending to combine

κράμα,Αμάλγαμα,συγχώνευση,μίγμα,μίγμα,Μείγμα,ανάμειξη,ποικιλία,ανάμιξη,Κοκτέιλ

συνιστώσα,Στοιχείο,συστατικό,συστατικό

combination salad => Συνδυαστική σαλάτα, combination plane => Συνδυασμένος τρούγας, combination lock => κλειδαριά με κωδικό, combination in restraint of trade => συνδυασμός συγκράτησης του εμπορίου, combination => συνδυασμός,