Greek Meaning of commixture

Μίγμα

Other Greek words related to Μίγμα

Definitions and Meaning of commixture in English

Wordnet

commixture (n)

the act of mixing together

FAQs About the word commixture

Μίγμα

the act of mixing together

απορρόφηση,ανάμιξη,συνένωση,συνασπισμός,Συγκέντρωση,Ομοιογενοποίηση,ανάμιξη,Ενσωμάτωση,ενοποίηση,ανάμειξη

διακλάδωση,χωρισμός,διάσπαση,αποσύνθεση,διάλυση,τμήμα,Κλασματοποίηση,διαμέρισμα,Σχίσμα,διαχωρίζω

commix => ανακατεύω, committeewoman => μέλος επιτροπής, committeeman => μέλος επιτροπής, committee member => μέλος επιτροπής, committee meeting => συνεδρίαση επιτροπής,