Greek Meaning of commixture
Μίγμα
Other Greek words related to Μίγμα
- απορρόφηση
- ανάμιξη
- συνένωση
- συνασπισμός
- Συγκέντρωση
- Ομοιογενοποίηση
- ανάμιξη
- Ενσωμάτωση
- ενοποίηση
- ανάμειξη
- Συγχώνευση
- συγχώνευση
- μίξη
- ενοποίηση
- ανάμιξη
- ανάμειξη
- Συγχώνευση
- συσσώρευση
- ανάμειξη
- συσσωμάτωση
- σύνθετο
- συσσωμάτωμα
- σύζευξη
- σύντηξη
- ανάμειξη
- σύνδεση
- μίγμα
- Μείγμα
- σύνθεση
- συνδικαλιστική οργάνωση
- ανάμεικτος
- Αμάλγαμα
- συγχώνευση
- μίγμα
- συνδυασμός
- σύνθετος
- ανακατεύω
Nearest Words of commixture
- commix => ανακατεύω
- committeewoman => μέλος επιτροπής
- committeeman => μέλος επιτροπής
- committee member => μέλος επιτροπής
- committee meeting => συνεδρίαση επιτροπής
- committee for state security => επιτροπή για την ασφάλεια του κράτους
- committee => επιτροπή
- committedness => δέσμευση
- committed => αφοσιωμένος
- committal to writing => δέσμευση για συγγραφή
- commode => Κομό
- commodious => ευρύχωρος
- commodiousness => ευρυχωρία
- commodities exchange => Χρηματιστήριο εμπορευμάτων
- commodities market => Αγορά εμπορευμάτων
- commodity => εμπόρευμα
- commodity brokerage => Διαμεσολάβηση εμπορευμάτων
- commodity exchange => χρηματιστήριο εμπορευμάτων
- commodore => αντισυνταγματάρχης
- commodore john barry bridge => Γέφυρα Αντιπλοιάρχου Τζον Μπάρι
Definitions and Meaning of commixture in English
commixture (n)
the act of mixing together
FAQs About the word commixture
Μίγμα
the act of mixing together
απορρόφηση,ανάμιξη,συνένωση,συνασπισμός,Συγκέντρωση,Ομοιογενοποίηση,ανάμιξη,Ενσωμάτωση,ενοποίηση,ανάμειξη
διακλάδωση,χωρισμός,διάσπαση,αποσύνθεση,διάλυση,τμήμα,Κλασματοποίηση,διαμέρισμα,Σχίσμα,διαχωρίζω
commix => ανακατεύω, committeewoman => μέλος επιτροπής, committeeman => μέλος επιτροπής, committee member => μέλος επιτροπής, committee meeting => συνεδρίαση επιτροπής,