Greek Meaning of cleavage
διάσπαση
Other Greek words related to διάσπαση
- χωρισμός
- διάλυση
- τμήμα
- διαμέρισμα
- Αποχωρισμός
- διαχωρίζω
- διακλάδωση
- αποσύνθεση
- διασπορά
- διασπορά
- διανομή
- διχόνοια
- κατακερματισμός
- Κλασματοποίηση
- πόλωση
- ρήξη
- Σχίσμα
- διχοτόμηση
- Απόσχιση
- διοίκηση
- κατανομής
- αεριοποίηση
- παραβίαση
- διχοτόμηση
- διάχυση
- αποσυναρμολόγηση
- Ακρωτηριασμός
- Διαζύγιο
- Απομόνωση
- διασκόρπιση
- απομόνωση
- Τμηματοποίηση
- διαχωρισμός
- κατάσχεση
- αποζημίωση απόλυσης
- υποδιαίρεση
Nearest Words of cleavage
Definitions and Meaning of cleavage in English
cleavage (n)
the state of being split or cleft
the breaking of a chemical bond in a molecule resulting in smaller molecules
(embryology) the repeated division of a fertilised ovum
the line formed by a groove between two parts (especially the separation between a woman's breasts)
the act of cleaving or splitting
cleavage (n.)
The act of cleaving or splitting.
The quality possessed by many crystallized substances of splitting readily in one or more definite directions, in which the cohesive attraction is a minimum, affording more or less smooth surfaces; the direction of the dividing plane; a fragment obtained by cleaving, as of a diamond. See Parting.
Division into laminae, like slate, with the lamination not necessarily parallel to the plane of deposition; -- usually produced by pressure.
FAQs About the word cleavage
διάσπαση
the state of being split or cleft, the breaking of a chemical bond in a molecule resulting in smaller molecules, (embryology) the repeated division of a fertili
χωρισμός,διάλυση,τμήμα,διαμέρισμα,Αποχωρισμός,διαχωρίζω,διακλάδωση,αποσύνθεση,διασπορά,διασπορά
ένωση,ενοποίηση,συνδικαλιστική οργάνωση,συσσωμάτωση,συναρμολόγηση,συνημμένο αρχείο,συνδυασμός,Σύνδεσμος,σύνδεση,ενοποίηση
cleavable => σχιστός, cleats => ποδοσφαιρικά παπούτσια, cleat => κουρμούς, clearwing => γυαλοφτερούγες, clearweed => χαμομήλω,