FAQs About the word cleaved

σχισμένο

of Cleave, of Cleave, of Cleave

προσκολλημένο,προσκολλήθηκε,κολλημένος,σκαλισμένο,δεμένος,συνεκτικός,στερεωμένο,λειωμένος,κολλημένος,ενωμένος

έπεσε,έπεσε,χαλαρός

cleave => σχίζω, cleavage cavity => Κοιλότητα σχισμής, cleavage => διάσπαση, cleavable => σχιστός, cleats => ποδοσφαιρικά παπούτσια,