Greek Meaning of cleaved
σχισμένο
Other Greek words related to σχισμένο
Nearest Words of cleaved
Definitions and Meaning of cleaved in English
cleaved (imp.)
of Cleave
cleaved (p. p.)
of Cleave
cleaved ()
of Cleave
FAQs About the word cleaved
σχισμένο
of Cleave, of Cleave, of Cleave
προσκολλημένο,προσκολλήθηκε,κολλημένος,σκαλισμένο,δεμένος,συνεκτικός,στερεωμένο,λειωμένος,κολλημένος,ενωμένος
έπεσε,έπεσε,χαλαρός
cleave => σχίζω, cleavage cavity => Κοιλότητα σχισμής, cleavage => διάσπαση, cleavable => σχιστός, cleats => ποδοσφαιρικά παπούτσια,