Greek Meaning of fused
λειωμένος
Other Greek words related to λειωμένος
Nearest Words of fused
Definitions and Meaning of fused in English
fused (s)
joined together into a whole
fused (imp. & p. p.)
of Fuse
FAQs About the word fused
λειωμένος
joined together into a wholeof Fuse
μικτός,συνδυασμένος,ενσωματωμένο,ενωμένος,Coalescent,μικτός,σύνθετος,αλληλένδετος,ανάμικτος,αλληλένδετος
απλός,Μη σύνθετο,ασύνδετος,ανάμικτος
fuse => ασφάλεια, fuscous => καστανός, fuscoboletinus serotinus => Fuscoboletinus serotinus, fuscoboletinus paluster => Φουσκοβολέτινος ο ελώδης, fuscoboletinus => φουσκομπολετίνους,