FAQs About the word amalgamated

ενωμένος

joined together into a wholeof Amalgamate, Coalesced; united; combined.

συνδυασμένος,σύνθετος,σύνθετο,μικτός,μικτός,λειωμένος,ενσωματωμένο,μικτός,αλληλένδετος,ανάμικτος

απλός,ασύνδετος,Μη σύνθετο,ανάμικτος

amalgamate => συγχωνεύομαι, amalgama => Αμάλγαμα, amalgam => Αμάλγαμα, amain => πολύ, amah => Υπηρέτρια,